Η μάνα με τα τέσσερα παιδιά ή ο μύθος της μέλισσας
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα που είχε τέσσερα παιδιά, ένα γιο και τρεις θυγατέρες. Ο άντρας της είχε πεθάνει και κουραζόταν πολύ για τα αναθρέψει και να τα φροντίσει. Πέρασαν τα χρόνια τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν απ' το σπίτι, παντρεύτηκαν και έφτιαξαν τη ζωή τους. Πέρασαν τα χρόνια, η μάνα γέρασε και μια μέρα αρρώστησε βαριά. Τότε παρακάλεσε τη γειτόνισσα να πάει να φωνάξει τον γιο της να τη δει γιατί ήρθε η ώρα της να πεθάνει. Φεύγει αμέσως η γειτόνισσα και βρίσκει τον γιο να βάζει παλούκια στο χωράφι του για να φτιάξει φράχτη. Του λέει το θέλημα της μάνας αλλά ο γιος απάντησε πως ήταν απασχολημένος και θα πήγαινε όταν τελείωνε με τα παλούκια. Η γειτόνισσα επέστρεψε στη γριά μάνα λέγοντας της αυτά που είπε ο γιος. Τότε η μάνα έδωσε την κατάρα της στο γιο, όλα τα παλούκια να καρφωθούν στην πλάτη του. Και από τότε ο γιος έγινε ζώο με παλούκια στην πλάτη, ο σκαντζόχοιρος.
Έπειτα η μάνα ζήτησε απ' τη γειτόνισσα να βρει τη μεγάλη της τη κόρη και να της πει να πάει να τη δει. Έφυγε η γειτόνισσα, πάει στη μεγάλη κόρη και τη βρίσκει να σκυμμένη σε μια σκάφη να πλένει. Της λέει να πάει να δει τη μάνα της που είναι άρρωστη και πεθαίνει. Η μεγάλη κόρη απάντησε πως δεν μπορεί να πάει γιατί έχει μπουγάδα και έχει πολλά ρούχα να πλύνει. Θα πάει όταν τελειώσει. Η γειτόνισσα επέστρεψε και είπε στην άρρωστη μάνα την απάντηση της μεγάλης της κόρης. Τότε αυτή την καταράστηκε να γυρίσει η σκάφη πάνω της και να την κουβαλάει για μια ζωή. Και τότε η μεγάλη κόρη έγινε ζώο με σκάφη στην πλάτη, η χελώνα.
Η μάνα χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και παρακαλεί τη γειτόνισσα να πάει να βρει τη μεσαία της την κόρη. Έτσι κι έκανε η γειτόνισσα και βρίσκει την κόρη μέσα στο σπίτι της να υφαίνει στον αργαλειό. Ύφαινε συνέχεια και ούτε που γύρισε να κοιτάξει τη γυναίκα, της λέει όμως να πει στη μάνα της πως δεν μπορεί να πάει να τη δει γιατί πρέπει πρώτα να τελειώσει το χαλί στον αργαλειό. Έφυγε γρήγορα η γειτόνισσα να προλάβει τη μάνα πριν πεθάνει και αυτή μόλις άκουσε αυτά που της είπε έδωσε και στη μεσαία κόρη την κατάρα της, να υφαίνει, να υφαίνει μια ζωή και να μη σταματά ποτέ. Έτσι έγινε η αράχνη που πάντα υφαίνει τον ιστό της.
Πηγαίνει τώρα η γειτόνισσα στην τελευταία κόρη, τη μικρότερη, και τη βρίσκει να ζυμώνει. Η μικρή κόρη μόλις άκουσε απ΄τη γειτόνισσα πως η μάνα της είναι άρρωστη βαριά, παράτησε αμέσως το ζύμωμα και με δάκρυα στα μάτια έτρεξε στο σπίτι της μάνας της. Η μάνα την είδε και χάρηκε. Κοίταξε τα χέρια της κόρης που είχαν ακόμη ζυμάρια και της έδωσε την ευχή της, ότι πιάνει μέλι να γίνεται. Και έγινε έτσι η μέλισσα που φτιάχνει το γλυκό μέλι.
Τα ζώα του παραμυθιού στη σειρά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου